- ιεροκρύφιος
- -α, -ο (Μ ἱεροκρύφιος, -ία, -ον)ο μυστικός, ο απόκρυφοςνεοελλ.ο αινιγματικός, ο μυστηριώδης.επίρρ...ιεροκρυφίως (Μ ἱεροκρυφίως)με ιεροκρύφιο τρόπο, απόκρυφανεοελλ.μυστηριωδώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)-* + -κρύφιος (< κρύφιος < κρύπτω), πρβλ. εγ-κρύφιος, υπο-κρύφιος].
Dictionary of Greek. 2013.